καλοκάρδισμα
From LSJ
Greek Monolingual
και καλοκάρδιασμα, το καλοκαρδίζω
χαροποίηση, χαρά, αγαλλίαση, ευχάριστη ψυχική διάθεση από ευτυχή συμβάντα.
και καλοκάρδιασμα, το καλοκαρδίζω
χαροποίηση, χαρά, αγαλλίαση, ευχάριστη ψυχική διάθεση από ευτυχή συμβάντα.