παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
κοχλογέννητος, -ον (Α)αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο-γέννητος, πορφυρο-γέννητος].