Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
το (ΑM κοπροδοχεῑον)
1. μέρος, λάκκος στον οποίο ρίχνονται κόπρανα, βόθρος
2. δοχείο, αγγείο για τα περιττώματα
3. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δοχεῖον < δέχομαι)].