κοιλοφθαλμιώ
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Greek Monolingual
κοιλοφθαλμιῶ, -άω (Α) κοιλόφθαλμος
έχω κοίλα, βαθουλωτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλόφθαλμος (αντί κοιλοφθαλμώ) με επίδραση άλλων ρηματικών συνθέτων του οφθαλμός (πρβλ. εποφθαλμιώ, ψωροφθαλμιώ)].