ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
ο (Μ κρασοπινάς)μέθυσος, μπεκρής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + πίνω + κατάλ. -άς).