κομβαλλάρια

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

και κονβαλλαρία, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας λιλιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convallaria < νεολατ. convallaria (< convalis < com + callis «κοιλάδα») + νεολατ. κατάλ. -aria].