τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
κακομηχανῶ, -έω, και -άω (Α) κακομήχανοςεπινοώ κακά, άνομα πράγματα, εφευρίσκω τρόπους για να βλάψω, για να επιφέρω συμφορά.