αυτόθι

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

(AM αὐτόθι) επίρρ.
στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σημείο
νεοελλ.
(για παραπομπές) στο ίδιο βιβλίο ή χωρίο του συγγραφέα το οποίο έχει αναφερθεί πιο πάνω
αρχ.
αμέσως, ευθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός + (επιρρ. κατάλ.) –θι (πρβλ. ακρόθι, άλλοθι, αύθι κ.ά.)].