κάλτσα
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
Greek Monolingual
η (Μ κάλτσα)
πλεκτό ή υφαντό κάλυμμα, το οποίο περιβάλλει ολόκληρο το κάτω μέρος του ποδιού ή και ολόκληρο το πόδι, περικνημίδα, περιπόδιο
νεοελλ.
1. η μάλλινη περικνημίδα τών φουστανελλάδων
2. είδος πλέξης
3. φρ. «διαβόλου κάλτσα»
(για πρόσ.) πολύ έξυπνος, πολύ ικανός, τετραπέρατος, παμπόνηρος, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calza].