κάλτσα

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

η (Μ κάλτσα)
πλεκτό ή υφαντό κάλυμμα, το οποίο περιβάλλει ολόκληρο το κάτω μέρος του ποδιού ή και ολόκληρο το πόδι, περικνημίδα, περιπόδιο
νεοελλ.
1. η μάλλινη περικνημίδα τών φουστανελλάδων
2. είδος πλέξης
3. φρ. «διαβόλου κάλτσα»
(για πρόσ.) πολύ έξυπνος, πολύ ικανός, τετραπέρατος, παμπόνηρος, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calza].