λάδωμα

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το λαδώνω
1. επάλειψη ή επίχριση με λάδι
2. λέκιασμα από λάδι
3. η λίπανση τμημάτων μηχανής με έγχυση μηχανελαίου
4. μτφ. δωροδοκία για προσωπική εξυπηρέτηση.