λαβωματιά

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

και λαβωμά, η (Μ λαβωματιά και λαβωματέα και λαβωματέ) λάβωμα
1. λάβωμα, τραύμα, πληγή, ιδίως από όπλο, αλλά και κάθε τραύμα που προέρχεται από τυχαία πρόσκρουση ή άλλη αιτία
2. μτφ. ψυχικό τραύμα, ψυχικός πόνος («του έρωτα ή του πόθου τις λαβωματιές»).