λαβωματιά
From LSJ
και λαβωμά, η (Μ λαβωματιά και λαβωματέα και λαβωματέ) λάβωμα
1. λάβωμα, τραύμα, πληγή, ιδίως από όπλο, αλλά και κάθε τραύμα που προέρχεται από τυχαία πρόσκρουση ή άλλη αιτία
2. μτφ. ψυχικό τραύμα, ψυχικός πόνος («του έρωτα ή του πόθου τις λαβωματιές»).