λαμπικάρω

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

και λαμπικαρίζω λαμπίκος
1. αποστάζω με τον άμπικα, με τον λαμπίκο
2. καθιστώ κάτι διαυγές, διυλίζω («λαμπικαρισμένο πετρέλαιο»)
3. γίνομαι διαυγής
4. καθαρίζω («μού λαμπικάριζε τα μάτια, μού ακόνιζε το μυαλό», Βάρν.).