λαμπικάρω

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

και λαμπικαρίζω λαμπίκος
1. αποστάζω με τον άμπικα, με τον λαμπίκο
2. καθιστώ κάτι διαυγές, διυλίζω («λαμπικαρισμένο πετρέλαιο»)
3. γίνομαι διαυγής
4. καθαρίζω («μού λαμπικάριζε τα μάτια, μού ακόνιζε το μυαλό», Βάρν.).