Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
και λαμπικαρίζω λαμπίκος
1. αποστάζω με τον άμπικα, με τον λαμπίκο
2. καθιστώ κάτι διαυγές, διυλίζω («λαμπικαρισμένο πετρέλαιο»)
3. γίνομαι διαυγής
4. καθαρίζω («μού λαμπικάριζε τα μάτια, μού ακόνιζε το μυαλό», Βάρν.).