λαχάνευμα
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg. 1, Procl.Par.Ptol.118 (pl.).
German (Pape)
[Seite 19] τό, das im Garten Gebaute, Gemüse, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰχάνευμα: τό, = λάχανον, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 2. 8.
Greek Monolingual
λαχάνευμα, τὸ (Α) λαχανεύω
καλλιέργεια λάχανων.