αφέψω
From LSJ
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
Greek Monolingual
ἀφέψω (Α) έψω
1. καθαρίζω κάτι με βράσιμο, διυλίζω, λαγαρίζω
2. (κυρίως για τον χρυσό αλλά και μτφ.) ραφινάρω, βράζω κάτι ώσπου να απαλλαγεί από τη σκουριά, τις ακαθαρσίες ή και τις ξένες προσμίξεις
3. καταναλώνω ή ελαττώνω κάτι αφήνοντας να εξατμιστεί με τον βρασμό το νερό που περιέχει.