αφέψω
From LSJ
ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
Greek Monolingual
ἀφέψω (Α) έψω
1. καθαρίζω κάτι με βράσιμο, διυλίζω, λαγαρίζω
2. (κυρίως για τον χρυσό αλλά και μτφ.) ραφινάρω, βράζω κάτι ώσπου να απαλλαγεί από τη σκουριά, τις ακαθαρσίες ή και τις ξένες προσμίξεις
3. καταναλώνω ή ελαττώνω κάτι αφήνοντας να εξατμιστεί με τον βρασμό το νερό που περιέχει.