λαγαρίζω

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

German (Pape)

[Seite 3] dünn, weich, schlaff machen, u. med. weich, schlaff werden, Phot. lex.

Greek Monolingual

λαγαρίζω) λαγαρός
καθιστώ κάτι διαυγές και καθαρό, καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες, ραφινάρω, λαμπικάρω
νεοελλ.
1. (για υγρό) γίνομαι διαυγής
2. (σχετικά με λογαριασμούς) κάνω εκκαθάριση, εκκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω.