λαγαρίζω
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
German (Pape)
[Seite 3] dünn, weich, schlaff machen, u. med. weich, schlaff werden, Phot. lex.
Greek Monolingual
(Μ λαγαρίζω) λαγαρός
καθιστώ κάτι διαυγές και καθαρό, καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες, ραφινάρω, λαμπικάρω
νεοελλ.
1. (για υγρό) γίνομαι διαυγής
2. (σχετικά με λογαριασμούς) κάνω εκκαθάριση, εκκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω.