επιλήψιμος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπιλήψιμος, -ον) επίληψις
αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο
επίμεπτη συμπεριφορά
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί.