Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίληψις

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

ἐπίληψις, ἡ (Α)
1. πιάσιμο
2. απόκτηση
3. αξίωση σ’ ένα κτήμα με κατοχή ή εξαιτίας κατοχής
4. επίπληξη, μομφή
5. σταμάτημα
6. επιληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήψις (< λαμβάνω)].