μαζοπέπτης

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζοπέπτης Medium diacritics: μαζοπέπτης Low diacritics: μαζοπέπτης Capitals: ΜΑΖΟΠΕΠΤΗΣ
Transliteration A: mazopéptēs Transliteration B: mazopeptēs Transliteration C: mazopeptis Beta Code: mazope/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A barley-bread baker, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μαζοπέπτης: -ου, ὁ ὀπτῶν κριθίνους ἄρτους ἢ «ἀρτοκόπος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαζοπέπτης, ὁ (Α)
αυτός που ψήνει κριθαρένια ψωμιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + -πέπτης (< πέσσω «μαγειρεύω»)].