μεσονεφής
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
Full diacritics: μεσονεφής | Medium diacritics: μεσονεφής | Low diacritics: μεσονεφής | Capitals: ΜΕΣΟΝΕΦΗΣ |
Transliteration A: mesonephḗs | Transliteration B: mesonephēs | Transliteration C: mesonefis | Beta Code: mesonefh/s |
ές,
A with clouds in the midst, Cat.Cod.Astr.8(1).138.
μεσονεφής, -ές (Α)
αστρολ. αυτός που στο μέσο έχει σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- -νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ-νεφής, κελαι-νεφής].