μελλονικιώ
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
Greek Monolingual
μελλονικιῶ, -άω (Α)
(κωμικό λογοπαίγνιο για τον Νικία) αναβάλλω ή προσπαθώ να αποφύγω τη νίκη ως επικεφαλής της εκστρατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + Νικίας].