Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
μηχανῑτις, -ιδος, ἡ (Α)μαχανίτις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτις)].