ἀλακάτα

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

German (Pape)

[Seite 88] dor. für ἠλακάτη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλακάτα: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠλακάτη.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἠλακάτη.

Spanish (DGE)

v. ἠλακάτη.

Greek Monolingual

ἀλακάτα, η (Α)
δωρ. τ. αντί του ἠλακάτη
στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο ἀλακάτεια.