ἀλεύκαντος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον,
A not growing white, τρίχες Cat. Cod.Astr. 8(3).157, cf. Gloss.
Spanish (DGE)
-ον
que no encanece τρίχες Cat.Cod.Astr.8(3).157, cf. Gloss.2.224.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλεύκαντος, -ον) λευκαίνω
αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν άσπρισε.