κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
ἄλεκτρος, -ον (Α) λέκτρον1. αυτός που δεν αξιώθηκε νυφικό κρεβάτι, άγαμος, ανύπαντρος2. που δεν κοιμήθηκε, άυπνος3. (για γάμο) παράνομος, ανόσιος.