άλεκτρος

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

ἄλεκτρος, -ον (Α) λέκτρον
1. αυτός που δεν αξιώθηκε νυφικό κρεβάτι, άγαμος, ανύπαντρος
2. που δεν κοιμήθηκε, άυπνος
3. (για γάμο) παράνομος, ανόσιος.