κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
ἀλλογνώμων (-ονος), ο (ΑΜ)1. μη σταθερός, ευμετάβλητος2. αυτός που έχει παράξενες γνώμες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γνώμων < γνώμη].