αλλοδοξία
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
η (Α ἀλλοδοξία) ἀλλόδοξος
νεοελλ.
το να ανήκει κανείς σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, η ετεροδοξία
αρχ.
σφαλερή γνώμη ή αντίληψη.