ετεροδοξία
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτεροδοξία)
νεοελλ.
(για χριστιανούς) το να ανήκει κανείς σε άλλη Εκκλησία, να πρεσβεύει άλλο δόγμα από αυτό που επικρατεί στη χώρα όπου διαμένει
αρχ.-μσν.
1. εσφαλμένη άποψη, πεπλανημένη γνώμη
2. διαφορά γνώμης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων
(μσν. το να είναι κάποιος αιρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. ετεροδοξία < ετερόδοξος, ενώ ο νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterodoxy (πρβλ. ετερο- + -δοξία)].