αλογάριαστος

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος, απειράριθμος
2. (για υποθέσεις) αδιευθέτητος, ατακτοποίητος
3. αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
4. αυτός που δεν τακτοποίησε, δεν ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. α- + λογαριαστός < λογαριάζω.