ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
-ή, -ό αλωνιστής1. αυτός που αναφέρεται στο αλώνισμα2. ο κατάλληλος για αλώνισμα3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλωνιστικό ή τα αλωνιστικάτο αλωνιάτικο.