αλωνιστικός
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Greek Monolingual
-ή, -ό αλωνιστής
1. αυτός που αναφέρεται στο αλώνισμα
2. ο κατάλληλος για αλώνισμα
3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλωνιστικό ή τα αλωνιστικά
το αλωνιάτικο.