αμπάρα

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

η (Μ ἀμπάρα) (Ν και μπάρα)
1. σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός, που τοποθετείται πίσω από θύρα από τη μια παραστάδα μέχρι την άλλη για να εμποδίσει το άνοιγμά της, σύρτης, μάνταλο
2. κάθε χοντρό και μικρό σε μήκος ξύλο που μοιάζει με αμπάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barra «μεταλλική ράβδος» με την ανάπτ. προθεμ. -.
ΠΑΡ. ἀμπαρώνω -ώνομαι).