αμφίγειος

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

-ο (ν) (Μ ἀμφίγειος)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.)
τα αμφίγεια
στενές δίοδοι της θάλασσας, στενά, κανάλια
μσν.
λέγεται για τη θάλασσα που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γειος < γῆ].