αναγορευτής
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
Greek Monolingual
ο (θηλ. -τρα) αναγορεύω
αυτός που κακολογεί ή διαβάλλει τους άλλους, φιλοκατήγορος, συκοφάντης.