κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ο (θηλ. -τρα) αναγορεύωαυτός που κακολογεί ή διαβάλλει τους άλλους, φιλοκατήγορος, συκοφάντης.