αναγορευτής

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -τρα) αναγορεύω
αυτός που κακολογεί ή διαβάλλει τους άλλους, φιλοκατήγορος, συκοφάντης.