Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
-η, -ο
εκείνος που είναι δυνατόν να ανατραπεί, να ανασκευαστεί, να αναιρεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατρέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].