ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ηλαοθάλασσα, πλήθος ανθρώπων.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + θάλασσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].