ανίκητος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνίκητος και αρχ. δωρ. τ. ἀνίκατος, -ον)
αήττητος, ακατάβλητος, αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνίκητον
το άνηθο.