ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
, η1. η δύναμη να αντέχει ή να υπομένει κάποιος κάτι, αντοχή.