ανόρθωση

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

η (AM ἀνόρθωσις)
1. ανοικοδόμηση, αναστήλωσηἀνόρθωσις τών τειχῶν»)
2. επανόρθωση, βελτίωση, αποκατάστασηανόρθωση της οικονομίας», «Χαῑρε ἀνόρθωσις τών ανθρώπων»)
νεοελλ.
η μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές.