ανταγωνιστικός
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. σχετικός με ανταγωνισμό
2. ο ικανός ή πρόσφορος για ανταγωνισμό (ανταγωνιστική βιομηχανία
η βιομηχανία της οποίας τα προϊόντα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα ομοειδή στις ξένες αγορές, που μπορεί να συναγωνιστεί τις ξένες βιομηχανίες —το ίδιο και για άλλους κλάδους της οικονομίας).