ανταγωνιστικός
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. σχετικός με ανταγωνισμό
2. ο ικανός ή πρόσφορος για ανταγωνισμό (ανταγωνιστική βιομηχανία
η βιομηχανία της οποίας τα προϊόντα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα ομοειδή στις ξένες αγορές, που μπορεί να συναγωνιστεί τις ξένες βιομηχανίες —το ίδιο και για άλλους κλάδους της οικονομίας).