ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
-η, -ο
1. ο χωρίς οχυρωματικά έργα
2. πόλη ή περιοχή την οποία η αρμόδια στρατιωτική διοίκηση έχει κηρύξει ως «ανοχύρωτη» ή «ανυπεράσπιστη» σε περίοδο πολέμου για να προστατευθούν ο άμαχος πληθυσμός, τα κτήρια και τα μνημεία της, από επιθέσεις και βομβαρδισμούς.