πληθυσμός

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθυσμός Medium diacritics: πληθυσμός Low diacritics: πληθυσμός Capitals: ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
Transliteration A: plēthysmós Transliteration B: plēthysmos Transliteration C: plithysmos Beta Code: plhqusmo/s

English (LSJ)

ὁ, a making multiple, pluralization, Procl.in Prm.p.577 S., in Ti.1.184 D., al., Simp. in Ph.88.22, Anon. in Cat.9.9, Dam.Pr.53, Eust.213.23.

German (Pape)

[Seite 632] ὁ, Vermehrung, Vergrößerung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πληθυσμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, πλῆθος, Εὐστ. 213. 23, Φώτ., κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πληθύνω
νεοελλ.
1. ο συνολικός αριθμός ατόμων ή κατοίκων που καταλαμβάνουν μια περιοχή και ο οποίος υφίσταται συνεχείς τροποποιήσεις με αυξήσεις, λόγω γεννήσεων και μετοικήσεων, και με απώλειες, λόγω θανάτων και αποδημιών
2. βιολ. ο αριθμός τών ζώων ή τών φυτών που ζει σε μια ορισμένη περιοχή
3. αστρον. το σύνολο τών αστέρων ενός γαλαξία που παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως λ,χ. ηλικία, χημική σύσταση κ ά.
4. φυσ. ο αριθμός τών σωματιδίων που βρίσκονται στην ίδια κβαντική κατάσταση
5. φρ. α) «αγροτικός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που κατοικεί σε κοινότητες οι οποίες χαρακτηρίζονται αγροτικές
β) «αστικός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που κατοικεί οε οικισμούς που χαρακτηρίζονται ως αστικοί
γ) «ημιαστικός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που κατοικεί σε οικισμούς ημιαστικούς, δηλαδή σε κωμοπόλεις
δ) «ενεργός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που εργάζεται ή είναι ικανός για εργασία
ε) «κλειστός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που δεν έχει μεταναστευτικές ανταλλαγές με το εξωτερικό στ) «πραγματικός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που είναι παρών κατά την απογραφή σε μια περιοχή
ζ) «νόμιμος πληθυσμός» — το σύνολο τών προσώπων που είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο δήμου ή κοινότητας, την ημέρα της απογραφής
η) «ενδημικός πληθυσμός» — ο πληθυσμός που έχει τη συνήθη κατοικία του σε μια ορισμένη περιοχή
θ) «σταθερός πληθυσμός» — ο πληθυσμός στον οποίο η γεννητικότητα και η θνησιμότητα κατά ηλικία παραμένουν σταθερές και η κατά ηλικία δομή παραμένει αμετάβλητη
ι) «στάσιμος πληθυσμός» — ο πληθυσμός του οποίου τα ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας είναι ισότιμα
ια) «φυσικός ανθρώπινος πληθυσμός» — ο πληθυσμός που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον θάνατο με αποτελεσματικά μέσα και τις γεννήσεις με μέσα ελέγχου
ιβ) «υπολογιζόμενος πληθυσμός» — η εκτίμηση του μεγέθους και της δομής του πληθυσμού και' έτος
ιγ) «δομή πληθυσμού» — η κατανομή του πληθυσμού κατά κατηγορίες με βάση το φύλο και την ηλικία
ιδ) «πυκνότητα πληθυσμού» — το πηλίκον της διαίρεσης του αριθμού τών κατοίκων μιας περιοχής διά της επιφάνειας της περιοχής αυτής
ιε) «κίνηση πληθυσμού» — οι προσθήκες και οι απώλειες ενός πληθυσμού που οφείλονται στις γεννήσεις και στους θανάτους, στις αποδημίες και στις μετοικήσεις
ιστ) «καθαρή αύξηση πληθυσμού» — το αλγεβρικό άθροισμα της φυσικής αύξησης του πληθυσμού και της καθαρής μετανάστευσης στη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου
ιζ) «φυσική αύξηση πληθυσμού» — η διαφορά μεταξύ του αριθμού τών γεννήσεων και του αριθμού τών θανάτων σε ορισμένη χρονική περίοδο
ιθ) «γενετική πληθυσμών»
βιολ. κλάδος της γενετικής που ερευνά τη γενετική σύσταση τών πληθυσμών, τις αλληλεπιδράσεις τών γονιδίων και τις αλλαγές τους, οι οποίες προκαλούν τις πληθυσμικές μεταβολές και προωθούν έτσι την εξέλιξη
κ) «αναστροφή πληθυσμού»
φυσ. η ανακατανομή που συντελείται στις ατομικές ενεργειακές στάθμες ενός συστήματος και που επιτρέπει την εκδήλωση τών φαινομένων λέιζερ
μσν.-αρχ.
η αύξηση ως προς το πλήθος, ως προς τον αριθμό.