αντιδρώ
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Greek Monolingual
(Α ἀντιδρῶ, -άω)
νεοελλ.
1. δρω, ενεργώ εναντίον των ενεργειών άλλου, εναντιώνομαι
2. (ψυχολ.) απαντώ σε ερέθισμα
αρχ.
1. δρω εναντίον κάποιου
2. αντιπληρώνω.