οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
ἀντίλοξος, -ον (Μ) (το νεοελλ. μόνο ως επίρρ.)λοξός, πλάγιοςνεοελλ.επίρρ. αντίλοξαπλάγια.