εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
επιφών.
1. (παρακελευσματικό)
άιντε
2. (ειρωνικά ή περιφρονητικά) «άντε!», «καλέ άντε» ή «καλέ άντες»!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άντε κατά συγκοπή του άιντε].